- λιγούριασμα
- το [λιγουριάζω]1. η πρόκληση λιγούρας2. η λιγούρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγούριασμα — το, ατος το να λιγουριάσει κανείς, η λιγούρα: Κάθε βράδυ με πιάνει λιγούριασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)